- νεφεληγερέτης
- οαυτός που μαζεύει τα σύννεφα, επίθ. του Δία στον Όμηρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεφεληγερέτης — νεφεληγερέτης, ὁ (Α) βλ. νεφεληγερέτα … Dictionary of Greek
νεφεληγερέτης — νεφεληγερέτα cloud gatherer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
νεφεληγερής — νεφεληγερής, ὁ (Α) νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομ ηγερής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ορσινεφής — ὀρσινεφής, ές (ΑΜ) αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι νεφής] … Dictionary of Greek
ԱՄՊԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 0073 Chronological Sequence: 6c ա. ԱՄՊԱԲԵՐ կամ ԱՄԲԱԲԵՐ. Բերօղ զամպս. որ զամպս յարուցանէ. ամպ հանօղ. ... *Ամպաբեր աստուածս ասէ զինքն Արամազդ. Նոննոս. ըստ յն. ամպայարոյց. νεφεληγερέτης nubs excitans, cogens է մակդիր Արամազդայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՄՊՐՈՊԱՅԻՆ — ( ) NBH 1 0074 Chronological Sequence: 8c ա. որպէս ամպաբեր, կամ ըստ յն. ամպայարոյց, մակդիր Արամազդայ. որ եւ ասի դիոս՝ շանթառաք չաստուած νεφεληγερέτης ζέυς nubes excitans Juppiter որ եւ fulgurator, fulminans, tonans, altitonans. *Կործանեաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)